χλωρῶν

χλωρῶν
χλωράω
pres part act masc voc sg
χλωράω
pres part act neut nom/voc/acc sg
χλωράω
pres part act masc nom sg (attic epic ionic)
χλωράω
pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)
χλωράζω
eat green provender
fut part act masc voc sg
χλωράζω
eat green provender
fut part act neut nom/voc/acc sg
χλωράζω
eat green provender
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
χλωρέω
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
χλωρός
greenish-yellow
fem gen pl
χλωρός
greenish-yellow
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • CAMAE seu potius CAMEUNAE — CAMAE, seu potius CAMEUNAE Graecis dictae sunt strata humilia et lectuli humo propiores, quod homines veluti καμαὶ humi iacerent. Hesych. χαμεύνη ςτιβὰς, καὶ ἡ ταπεινὴ κλινὶς: καὶ χαμεύνης ὁ χαμὰι κοιμώμενος, Chameuna torus est et Humilis lectus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • FICUS — I. FICUS Mauritaniae Caesar. opp. Anton. II. FICUS arbor et fructus. et quidem illa Plin. l. 15. c. 18. Amplissima est, quaedamque et pyris magnitudine aemula. Idem l. 12. c. 5. In India vero, ipsa se semper ferens, vastis diffunditur ramis:… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NEMEA — I. NEMEA filia Iovis et Lunae; a qua nomen Argivorum regioni. Alii tamen a pascuis armentorum agri, quae Iunoni sacra essent; vel a Danai liberis, istam sic nominatam volunt. Hinc Ludis appellatio, de quibus mox dicemus. Vide Iul. Caes.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • STIBADIUM — Graece Στιβάδιον, torulus fuit e gramine, herbis frondibus seu floribus stipatus, a ςτείβω, Hesych. Στιβὰς ἀπὸ ῥάβδων καὶ χλωρῶν χόρτων ςτρῶσις καὶ φύλλων, ἢ Χαμαικοίτη, Stratum e frondibus, viridique gramine, ac foliis constructum et lectus humi …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κουκιά — Ετήσιο ποώδες φυτό της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Vicia faba. Οι βλαστοί της κ. είναι μεγάλοι, αδιακλάδωτοι και μπορούν να φτάσουν σε ύψος τα 2 μ. Τα φύλλα της είναι σύνθετα, αποτελούμενα από έξι μεγάλα, ωοειδή… …   Dictionary of Greek

  • κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… …   Dictionary of Greek

  • σίδιο — το / σίδιον, ΝΑ [σίδη] νεοελλ. το ρόδι αρχ. 1. ο φλοιός τού ροδιού 2. (η δοτ.) σιδίῳ (κατά τον Ησύχ.) «κόκκῳ ῥοιᾱς» 3. στον πληθ. τὰ σίδια (κατά τον Ησύχ.) «τὰ τῶν ῥοιῶν λέπυρα σίδαι γὰρ αἱ ῥοιαί. τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ πάντων χλωρῶν» …   Dictionary of Greek

  • χαύνος — η, ο / χαῡνος, αύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος 2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ. β. «σύμπασιν δ ὑμῑν… …   Dictionary of Greek

  • χλωρηΐς — ΐδος, ἡ, Α (ως επίθ. αηδονιού) α) (κατά τον Ησύχ.) «χλωρηΐς ἀηδών ἤτοι ἀπὸ τοῡ χρώματος ἤ χλωρά ἤ διὰ τὸ ἐπὶ χλωρῶν καθέζεσθαι δένδρων ἤ ἀπὸ χλωρίδος τὸ γένος ἔχουσαν» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «... ἤ διότι ἐν ἔαρι φαίνεται, ὅτε πάντα χλωρά… …   Dictionary of Greek

  • χλωρή λίπανση — Παράχωμα χλωρών φυτών, σπαρμένων συνήθως με τον σκοπό να εγκαταλείψουν το έδαφος, με οργανική μορφή, τις ουσίες που απορρόφησαν και επεξεργάστηκαν κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής τους και ιδιαίτερα το άζωτο (ριζοβακτήριο). Συνήθως χρησιμοποιούνται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”